- κοχλίωση
- η [κοχλιώνω]σύνδεση με κοχλία, βίδωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακοχλίωση — η [ανακοχλιώνω] η εκ νέου κοχλίωση, ξαναβίδωμα … Dictionary of Greek
περικόχλιο — το / περικόχλιον, ΝΑ εξάρτημα πρισματικό ή κυλινδρικό, μεταλλικό συνήθως, που φέρει εσωτερικό σπείρωμα και κοχλιώνεται σε στέλεχος που φέρει εξωτερικό σπείρωμα αντίστοιχων χαρακτηριστικών, κν. παξιμάδι νεοελλ. τεχνολ. 1. «περικόχλια σύσφιγξης»… … Dictionary of Greek